- ξεβούλλωμα
- το раскупоривание, откупоривание, распечатывание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεβούλλωμα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεβουλλώνω, η αφαίρεση πώματος από δοχείο, εκπωμάτιση, ή, γενικά, η απομάκρυνση πράγματος που εμποδίζει τη ροή υγρού σε σωλήνα, έκφραξη … Dictionary of Greek
απόφραξη — η (Α ἀπόφραξις) 1. η απόκλειση με φραγμό, φράξιμο 2. το ξεβούλλωμα … Dictionary of Greek
ξεστουπωτήρι — το εργαλείο που χρησιμοποιείται για ξεστούπωμα, για ξεβούλλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεστουπώνω + επίθημα τήρι (πρβλ. σουρω τήρι)] … Dictionary of Greek
ξεστούπωμα — το [ξεστουπώνω] ξεβούλλωμα … Dictionary of Greek